σκαρί

σκαρί
το, Ν
1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου
β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.)
2. μτφ. α) σωματική διάπλαση, κατασκευή σώματος («είναι γερό σκαρί»)
β) ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας («τό 'χει το σκαρί του να θυμώνει εύκολα»)
3. φρ. α) «καράβι στα σκαριά» — καράβι που ναυπηγείται
β) «καράβι από σκαριού» — καράβι που μόλις ναυπηγήθηκε («τι έχω καράβι από σκαριού και ναύτες παληκάρια»)
γ) «έχω στα σκαριά» — σχεδιάζω, ετοιμάζω κάτι
δ) «βάζω κάποιον στα σκαριά» — παρορμώ, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐσχάρι-ον, υποκορ. τού ἐσχάρα, με σίγηση τού αρκτικού ε- (πρβλ. σκάρα: εσχάρα) και τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -σχ- σε -σκ- (πρβλ. μασχάλη: μασκάλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαρί — το ιού 1. σχάρα ναυπηγείου όπου ναυπηγούνται τα νέα πλοία. 2. φρ., «Έχω μια δουλειά στα σκαριά», σχεδιάζω κάποια δουλειά ή άρχισα να την εκτελώ. 3. ιδιαίτερη οργανική και ψυχολογική σύσταση κάποιου ατόμου, ιδιοσυγκρασία: Είναι γερό σκαρί και θ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ящерица — укр. ящiрка, блр. ящерка, др. русск. ɪащеръ м., ɪащера ж., ст. слав. аштеръ σαύρα (Супр.), сербохорв. jа̏ште̑р ящерица , словен. jâščerica, чеш. ještěr ящерица, дракон , ještěrka ящерица , слвц. jаštеr ящерица, дракон , др. польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την …   Dictionary of Greek

  • βιαρετζίνα — η τύπος αλιευτικού σκάφους, του οποίου τα πανιά μοιάζουν με της μπρατσέρας και το σκαρί με της ανεμότρατας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βιαρέτζιο (Viareggio), πόλη και λιμάνι της Ιταλίας στη Λιγυρική θάλασσα] …   Dictionary of Greek

  • γόμφωμα — το (AM γόμφωμα) [γομφώ] ο σκελετός, το σκαρί αρχ. ο γόμφος …   Dictionary of Greek

  • δρύοχος — ο (AM δρύοχος) (πληθ. δρύοχοι και δρύοχα) τα υποστηρίγματα όπου στηρίζεται η τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου, σχάρα, σκαρί νεοελλ. κάθε χοντρό τετραγωνισμένο δοκάρι που σχηματίζει την τρόπιδα τού πλοίου (κν. βουβό) αρχ. δάσος, δρυμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”