σκαρί — το ιού 1. σχάρα ναυπηγείου όπου ναυπηγούνται τα νέα πλοία. 2. φρ., «Έχω μια δουλειά στα σκαριά», σχεδιάζω κάποια δουλειά ή άρχισα να την εκτελώ. 3. ιδιαίτερη οργανική και ψυχολογική σύσταση κάποιου ατόμου, ιδιοσυγκρασία: Είναι γερό σκαρί και θ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου … Dictionary of Greek
σκαριφισμοῖς — σκαρῑφισμοῖς , σκαριφισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαριφισμοῖσι — σκαρῑφισμοῖσι , σκαριφισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ящерица — укр. ящiрка, блр. ящерка, др. русск. ɪащеръ м., ɪащера ж., ст. слав. аштеръ σαύρα (Супр.), сербохорв. jа̏ште̑р ящерица , словен. jâščerica, чеш. ještěr ящерица, дракон , ještěrka ящерица , слвц. jаštеr ящерица, дракон , др. польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek
βιαρετζίνα — η τύπος αλιευτικού σκάφους, του οποίου τα πανιά μοιάζουν με της μπρατσέρας και το σκαρί με της ανεμότρατας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βιαρέτζιο (Viareggio), πόλη και λιμάνι της Ιταλίας στη Λιγυρική θάλασσα] … Dictionary of Greek
γόμφωμα — το (AM γόμφωμα) [γομφώ] ο σκελετός, το σκαρί αρχ. ο γόμφος … Dictionary of Greek
δρύοχος — ο (AM δρύοχος) (πληθ. δρύοχοι και δρύοχα) τα υποστηρίγματα όπου στηρίζεται η τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου, σχάρα, σκαρί νεοελλ. κάθε χοντρό τετραγωνισμένο δοκάρι που σχηματίζει την τρόπιδα τού πλοίου (κν. βουβό) αρχ. δάσος, δρυμός … Dictionary of Greek